- πολυτεντώνω
- Ντεντώνω κάτι πολύ ή περισσότερο απ' ό,τι χρειάζεται ή πρέπει, παρατεντώνω («μην το πολυτεντώνεις το σχοινί, να μη σπάσει» — λέγεται για να δηλώσει το γεγονός ότι πρέπει να αποφεύγονται οι ακρότητες ή οι υπερβολές, παροιμ. φρ.).
Dictionary of Greek. 2013.