πολυτεντώνω

πολυτεντώνω
Ν
τεντώνω κάτι πολύ ή περισσότερο απ' ό,τι χρειάζεται ή πρέπει, παρατεντώνω («μην το πολυτεντώνεις το σχοινί, να μη σπάσει» — λέγεται για να δηλώσει το γεγονός ότι πρέπει να αποφεύγονται οι ακρότητες ή οι υπερβολές, παροιμ. φρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολυτεντώνω — πολυτέντωσα, πολυτεντώθηκα, πολυτεντωμένος, τεντώνω πάνω απ όσο πρέπει, παρατραβώ: Μην πολυτεντώνεις το σκοινί (απόφευγε τις ακρότητες) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”